Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανούριος — quite fair masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανούριος — ον, Α (για άνεμο) εντελώς ούριος, πολύ ευνοϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οὔριος (< οὖρος «ευνοϊκός άνεμος»)] … Dictionary of Greek